- ἅλιε
- ἅ̱λιε , ἅλιος 1of the seamasc voc sgἅ̱λιε , ἅλιος 1of the seamasc/fem voc sgἅλιος 2fruitlessmasc voc sgἅ̱λιε , ἥλιοςsunmasc voc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἅλιε — Ἅλιος masc voc sg Ἅλις masc nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουρβονική — (Bourbonnais). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Γαλλίας, που ορίζεται ΒΔ από το Μπερί, Β από τη Νιβερνέ, Α από τη Βουργουνδία, ΝΑ από τη Λιονέζ, Ν από την Οβέρνη και ΝΔ από τη Μαρς. Αντιστοιχεί περίπου στο διοικητικό διαμέρισμα Αλιέ.… … Dictionary of Greek
Βισί — (Vichy).Πόλη (26.000 κάτ. το 2002) της κεντρικής Γαλλίας, που ανήκει στον νομό Αλιέ και βρίσκεται στην περιοχή Λιμάν Μπουρμπονέζ, στο σημείο όπου συμβάλλουν οι ποταμοί Αλιέ και Σισόν. Είναι γνωστή για τις ιαματικές της πηγές και έχει βιομηχανίες… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Κεντρικός Ορεινός Όγκος ή Κεντρικό Υψίπεδο — (MassifCentral). Εκτεταμένη ορεινή περιοχή της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Ορίζεται από τη λεκάνη του Παρισιού στα Β, τη λεκάνη της Ακουιτανίας στα Δ και από τις κοιλάδες του Σον και του Ροδανού στα Α. Πρόκειται για παλαιοζωικό ορεινό όγκο, ο οποίος… … Dictionary of Greek
Κλερμόν-Φεράν — (Clermont Ferrand). Πόλη (141.004 κάτ. το 1999) της Γαλλίας, πρωτεύουσα της περιφέρειας Οβέρνη και του νομού Πιί ντε Ντομ (Puy de Dome, 7.970 τ. χλμ., 604.266 κάτ. το 1999). Βρίσκεται στον ποταμό Τιρτέν, στην κοιλάδα Λιμάν. Είναι ένα από τα… … Dictionary of Greek
Λουάρ — I (Loire, ελλ. Λίγηρας). Ποταμός (1.010 χλμ.) της κεντροδυτικής Γαλλίας, ο μεγαλύτερος της χώρας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Πηγάζει σε ύψος 1.425 μ. από το όρος Ζερμπιέ ντε Ζονκ (Κεντρικός Ορεινός Όγκος) και κατέρχεται με επικρατούσα… … Dictionary of Greek
Μεγιέ, Αντουάν — (Antoine Meillet, Μουλέν, Αλιέ 1866 – Σατομεγιάν, Σερ 1936). Γάλλος γλωσσολόγος. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γαλλικής γλωσσολογίας των αρχών του 20ού αι. και επέδειξε έντονη επιστημονική δραστηριότητα. Επηρεάστηκε κυρίως… … Dictionary of Greek
Νιβερνέ — (Nivernais). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί κατά μεγάλο μέρος στο σημερινό νομό Νιέβρ (βλ. λ.) και ορίζεται από τις ιστορικές επαρχίες Ορλεανέ στα ΒΔ, Βουργουνδία στα Δ, Α και ΝΑ, Βουρβονική στα Δ και ΝΔ και… … Dictionary of Greek
ἐνυάλιε — ἐνῡάλιε , Ἐνυάλιος the Warlike masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)